- βραδέων
- βράδοςneut gen pl (epic doric ionic aeolic)βραδύςslowmasc/neut gen pl (epic doric ionic aeolic)βραδέω̆ν , βραδύςslowmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συζευγνύω — συζεύγνυμι, ΝΑ, και συζεύγω Ν [ζεύγνυμι / ζευννύω] 1. συνδέω, συνενώνω, ενώνω δύο πράγματα μαζί, δημιουργώ σύζευξη (α. «σκοπεύουν να συζεύξουν τις δύο όχθες με γέφυρα» β. «ὀκτὼ πεντήρεσι... συνεζευγμέναις πρὸς ἀλλήλας σύνδυο», Πολ.) 2. συνδέω με… … Dictionary of Greek
Φέρμι, Ενρίκο — (Fermi, Ρώμη 1901 – Σικάγο 1954). Ιταλός φυσικός. Ανακάλυψε τη ραδιενέργεια, που παράγεται από τον βομβαρδισμό πυρήνων με νετρόνια, και επινόησε και κατασκεύασε την ομώνυμη στήλη του πρώτου πυρηνικού αντιδραστήρα του κόσμου. Αφού τελείωσε τις… … Dictionary of Greek